- οικείος
- -α, -ο (ΑΜ οἰκεῑος, -α, -ον, θηλ. και -ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, -η, -ον) [οίκος]1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ.β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» — η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό, Λυσ.)2. (για πράγματα ή για καταστάσεις) αυτός που αποκλειστικά ανήκει σε κάποιον, ο δικός του, ιδιωτικός, ατομικός (α. «πρὸς οἰκείας χερός» — με το ίδιο του το χέριβ. «οἰκεῑα κακά»)3. αρμόδιος, κατάλληλος («στην οικεία θέση» — στην κατάλληλη, στην αρμόζουσα θέση)4. αυτός που προσιδιάζει στην ιδιαίτερη φύση ή στον χαρακτήρα κάποιου πράγματος («οἰκεία ἡδονὴ τῆς τραγῳδίας», Αριστοτ.)5. σχετικός με κάτι, αυτός που αναφέρεται σε κάτι («για να βεβαιωθώ, θα ανατρέξω στις οικείες διατάξεις τής νομοθεσίας»)6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι οικείοια) στενοί συγγενείς β) στενοί φίλοι7. φιλικός, πολύ γνώριμος («αισθάνθηκα πιο ωραία, όταν βρέθηκα σε οικείο περιβάλλον»)νεοελλ.1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος καλά, γνωστός («όσα διάβασα μού ήταν οικεία»)2. φρ. α) «οικείᾳ βουλήσει» — εκουσίως, αυτοπροαίρετα, αυτοβούλωςβ) «εξ οικείων τα βέλη» — πολλές φορές τα πλήγματα προέρχονται από τους φίλους ή τους στενούς συγγενείςαρχ.1. σχετικός με την πατρίδα, με τη γενέτειρα, αυτός που έγινε μέσα στη χώρα («οἰκεῑοι πόλεμοι» — οι πόλεμοι τών ειλώτων που έγιναν μέσα στη Λακωνική, Θουκ.)2. εγχώριος, ντόπιος («σῑτος οἰκεῑος καὶ οὐκ ἐπακτός», Θουκ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκεῑονη συγγένεια4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰκεῑαοι οικογενειακές, οι ιδιωτικές υποθέσεις5. (στη στωική φιλοσοφία) αυτός που είναι φύσει προσφιλής στον άνθρωπο και στα ζώα, δηλαδή η ζωή («τὸ πρῶτον οἰκεῑον» — ό,τι αγάπησε ορμέμφυτα κανείς για πρώτη φορά, δηλ. η ζωή, Χρύσ. Στωικ.)6. αυτός που ασχολείται συστηματικά με κάτι, που εντρυφεί σε κάτι, που σπουδάζει («οἰκεῑοι σοφίας», Στράβ.)7. αυτός που επιδίδεται σε κάτι («οἰκεῑος καινοτομίας», Ιάμβλ.)8. φιλικός, σύμμαχος, ευνοϊκά διατεθειμένος προς κάποιον («οὐδὲν οἰκεῑον, πάντα δ' ἡγοῡνται πολέμια», Πολ.)9. φρ. α) «οἰκεῑον ὄνομα» — λέξη η οποία λαμβάνεται με την κυριολεκτική και όχι με τη μεταφορική της σημασία, Αριστοτβ) «οἰκεῑα ζῴδια»αστρολ. ζώδια τού οίκου, τής οικογένειας.επίρρ...οικείως και -α (ΑΜ οἰκείως, Α ιων. τ. οἰκηΐως)1. με οικείο τρόπο2. με οικειότητα, φιλικάαρχ.1. πρόθυμα2. όπως πρέπει, όπως αρμόζει3. με σεμνότητα, με ευπρέπεια, όπως προσιδιάζει σε στενό συγγενή4. με τρόπο που εξυπηρετεί το συμφέρον κάποιου («οἰκείως τῇ πόλει», Θουκ.)5. σύμφωνα με κάτι6. (για λέξη) κατά γράμμα, κυριολεκτικά7. φρ. «οἰκείως σχηματίζομαι»(για πλανήτη) βρίσκομαι στη δική μου θέση, στην οικεία θέση.
Dictionary of Greek. 2013.